Αυτή την ακαθόριστη ώρα ανάμεσα στη νύχτα και τη μέρα, η ταράτσα του Άμαζον ήταν έρημη.
Αθόρυβα σαν κλέφτης, φορώντας το μπουρνούζι μου με τα ανθισμένα καλαμπόκια, σύρθηκα στην άκρη της βεράντας. Το πεζούλι έφτανε σχεδόν στους ώμους μου, γι’αυτό έσυρα μια πτυσσόμενη καρέκλα από τη στοίβα δίπλα στον τοίχο, την άνοιξα και σκαρφάλωσα στη ριψοκίνδυνη θέση.
Ένα δυνατό αεράκι μου ανακάτεψε τα μαλλιά. Στα πόδια μου η πόλη έσβηνε τα φώτα της καθώς αποκοιμιόταν, τα κτίριά της ντύνονταν στα μαύρα, όπως για μια κηδεία.
Ήταν η τελευταία μου νύχτα.
Άρπαξα το πακέτο που κουβαλούσα και τράβηξα μια ανοιχτόχρωμη άκρη. Ένα εσώρουχο χωρίς ραφές που είχε χάσει την ελαστικότητά του με τη χρήση γλίστρησε στο χέρι μου. Το ανέμισα σαν σημαία ανακωχής, μία, δύο…το αεράκι το πήρε κι εγώ το άφησα να φύγει.
Μια λευκή νιφάδα γλίστρησε στη νύχτα και άρχισε την άργή κάθοδό της. Αναρωτήθηκα σε ποιό δρόμο ή σκεπή θα σταματούσε να ξαποστάσει.
Τράβηξα απ’το πακέτο ξανά.
Ο αέρας έκανε μια προσπάθεια, αλλά απέτυχε και μια σκιά σαν νυχτερίδα βούλιαξε προς τη βεράντα του απέναντι ρετιρέ.
Κομμάτι κομμάτι έριξα τη γκαρνταρόμπα μου τροφή στον βραδυνό αέρα και κυματίζοντας σαν τις στάχτες ενός αγαπημένου, τα γκρίζα κουρέλια σκόρπισαν, για να καθήσουν εδώ κι εκεί, πού ακριβώς ποτέ δε θα μάθαινα, στη σκοτεινή καρδιά της Νέας Υόρκης.
extract from S.Plath’s The Bell Jar, one of my favorite books.