Όλα ξεκίνησαν όταν ο Πέρι Σμιθ έλαβε ένα γράμμα από τον Ντικ Χίκοκ, πρώην συγκρατούμενό του σχετικά με μια «γερή μπάζα» για την οποία είχε στοιχεία, μια δουλειά «παιχνιδάκι» για την οποία άξιζε να παραβιάσουν τους όρους της αποφυλάκισής τους, να επιστρέψουν στο Κάνσας για να διαπράξουν το έγκλημα και να το σκάσουν πρώτα στο Μεξικό και μετά σε άλλα, πιο εξωτικά μέρη για να κυνηγήοσυν θησαυρούς και να ζήσουν πλουσιοπάροχα. Θα λήστευαν τον πλούσιο γαιοκτήμονα Κλάτερ, που είχε στο σπίτι του ένα χρηματοκιβώτιο με δέκα χιλιάδες δολάρια. Οι πληροφορίες αποδείχθηκαν λανθασμένες καθώς ο Χερμπ Κλάτερ δεν κουβαλούσε ποτέ χρήματα πάνω του και μάλιστα οι ντόπιοι αστειεύονταν ότι «από τότε που το κούρεμα πήγε ενάμισι δολάριο, ο κ. Κλάτερ δίνει στον κουρέα επιταγή».
Έχοντας εισβάλει στο σπίτι και μη έχοντας βρει τα χρήματα, παρά μόνο σαράντα δολάρια, οι δυο πρώην κατάδικοι διαπράττουν παρόλα αυτά τέσσερις «εν ψυχρώ» φόνους και μετά το σκάνε μοιράζοντας παντού ακάλυπτες επιταγές και καταλήγοντας τελικά στο Μεξικό. Μετά από κάποιες αποτυχημένες και ταπεινωτικές στιγμές αποφασίζουν να επιστρέψουν στο Κάνσας όπου και συλλαμβάνονται έξι περίπου εβδομάδες μετά το έγκλημα.
Παρακολουθούμε τη δίκη και την καταδίκη τους, μέχρι την εκτέλεσή τους μέσα από συγκλονιστικές διηγήσεις η οπτική γωνία των οποίων εναλλάσσεται – μιλάνε πότε οι δολοφόνοι, πότε άνθρωποι που γνώριζαν τους Κλάτερ, ο αστυνομικός που έχει αναλάβει την υπόθεση, κ.ά.
Έτσι βλέπουμε εναλλάξ την ψυχραιμία των δραστών, τον πανικό τους, τις σκέψεις τους για τον κόσμο και τους ανθρώπους, το μισος τους, τις σχέσεις μεταξύ τους. Βλέπουμε ακόμα την στάση των ανθρώπων απέναντί τους, από μίσος, μέχρι κατανόηση για τη δύσκολη παιδική ηλικία τους, ειδικά του Πέρι, την προσπάθεια να σωθούν με αλλεπάληλες προσβολές της δίκης και της ποινής τους αλλά και μια περίεργη σαγήνη που ασκούν αυτοί οι δύο κατεστραμμένοι τύποι, ιδίως στο νεαρό δημοσιογράφο που προσπαθεί επί αρκετό καιρό να γράψει την ιστορία τους. Ο δημοσιογράφος συμβολίζει τον ίδιο τον συγγραφέα, που ταξίδεψε μαζί με την παιδική του φίλη Χάρπερ Λι (To kill a mockingbird) ως το Κάνσας για να γράψει την ιστορία τους και ενσαρκώθηκε στη σκηνή από τον Philip Seymour Hoffman που υποδύθηκε τον Καπότε στην ταινία Capote (2005). Η υπόθεση έχει γίνει ταινία και το 1967 με τίτλο In Cold Blood εστιάζοντας περισσότερο στους δολοφόνους. Το 2006 κυκλοφόρησε και το Infamous πάλι με έμφαση στη σχέση του Καπότε με τους δράστες και κυρίως τον Πέρι.
Το βιβλίο θεωρήθηκε απο τα σπουδαιότερα στην ιστορία της αμερικανικής αστυνομικής λογοτεχνίας αν και από πολλούς χαρακτηρίστηκε ως ένα αυθεντικό έργο non-fiction.
Είναι συγκλονιστικό το πώς ο συγγραφέας μας συστήνει πρώτα τη χαρούμενη, επιτυχημένη (αν και με τα δικά της προβλήματα) οικογένεια των Κλάτερ, την οποία θα θερίσουν κυριολεκτικά οι δυο δράστες κάνοντάς μας να τους μισήσουμε αλλά μας συνεχίζει δείχνοντάς μας σταδιακά ένα ανθρώπινο πρόσωπό τους, βασανισμένο από το χρόνο και τις κακουχίες της ζωής.
Μια μελέτη στις αντιφάσεις της ανθρώπινης ψυχής.
Το βιβλίο αρχίζει ως εξής:
1. Τhe last to see them alive
«The village of Holcomb stands on the high wheat plains of western Kansas, a lonesome
area that other Kansans call «out there.» Some seventy miles east of the Colorado
border, the countryside, with its hard blue skies and desert-clear air, has an atmosphere
that is rather more Far West than Middle West. The local accent is barbed with a prairie
twang, a ranch-hand nasalness, and the men, many of them, wear narrow frontier
trousers, Stetsons, and high-heeled boots with pointed toes. The land is flat, and the
views are awesomely extensive; horses, herds of cattle, a white cluster of grain elevators
rising as gracefully as Greek temples are visible long before a traveler reaches them.»