που έζησε πένης και πλάνης, και έτσι πέθανε, μόνος, σε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα, όπου τον βρήκαν μέρες μετά το θάνατό του…
Οι εφημερίδες δεν έγραψαν αφιερώματα και κριτικές, μια μικρή αναφορά μόνο γράφτηκε σε κάποια από τις τελευταίες σελίδες με ένα ποίημά του χαρακτηριστικό: Συνέχεια ανάγνωσης →
Είναι κάποια ποιήματα που θυμίζουν, ανασαίνουν, ευωδιάζουν καλοκαίρι. Με τη νοσταλγία τους, τη μελαγχολία τους, την ατμόσφαιρά τους. Θυμίζουν παιδικά καλοκαίρια, τον ήχο από τα τζιτζίκια, το εξώφυλλο του Θησαυρού της Βαγίας, φωτιές στην παραλία, γιασεμί.
Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου;
Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομά του
Τὸ ξέρω μέσα στὰ μάτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιά του
Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει
Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις
Γ. Σεφέρης, Ένας λόγος για το καλοκαίρι, Φθινόπωρο 1936
Θα πενθώ πάντα –μ’ ακούς;–για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο
Στα νερά ένα ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
…
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τι να ‘ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να ‘ρθω
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό
Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη
…
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.
Γιατί τι θα ήταν τα βιβλία χωρίς φράσεις που σου μένουν στο μυαλό και σε κάνουν να σκέφτεσαι πράγματα που δεν είχες σκεφτεί, να βλέπεις από οπτικές γωνίες που δεν είχες φανταστεί, να απορείς, να νιώθεις δέος, πίκρα, χαρά, να χαμογελάς και να ονειρεύεσαι;
Μερικές από τις αγαπημένες μου που σταχυολόγησα ένα βράδυ χαζεύοντας, το ένα κλικ μετά το άλλο στο Goodreads, το Brainpickings και το Flavorwire 🙂
«I declare after all there is no enjoyment like reading! How much sooner one tires of any thing than of a book! — When I have a house of my own, I shall be miserable if I have not an excellent library.»
— Jane Austen (Pride and Prejudice)
«Hold back the edges of your gown, Ladies, we are going through hell.»
— William Carlos Williams
«I like to use simple words, but in a complicated way.»
— Carol Ann Duffy
«You remember too much,» my mother said to me recently. «Why hold onto all that?» And I said, «where can I put it down?»
— Anne Carson
«The world is full of magic things, patiently waiting for our senses to grow sharper.»
— W.B. Yeats
«It is never too late to be what you might have been.»
— George Eliot
«I can’t think of a case where poems changed the world, but what they do is they change people’s understanding of what’s going on in the world.»
— Seamus Heaney
Fill your life with the breathing of your heart, too!
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό. Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια… Ω μην ταράξεις… πρόσεξε ν’ ακούσεις τ’ αλαφρό
ξεκίνημά της…
Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ’ ουρανού. Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ’ αγκάθι βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.
Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας, μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας τρίκυμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός.
Σαν σήμερα, 29 Φεβρουαρίου, σύμφωνα με το Ιουλιανό Ημερολόγιο που ίσχυε το δίσεκτο έτος 1900, γεννήθηκε ο αγαπημένος μου ποιητής, Γιώργος Σεφέρης.
Έμαθα γι’ αυτόν (πόσο παράδοξο) από ενα γυναικείο περιοδικό! Το περιοδικό έδινε έμφαση στο σκανδαλώδη αλλά συγκλονιστικό έρωτά του για την ήδη παντρεμένη Μαρώ Λόντου, την οποία ο Σεφέρης αγάπησε παράφορα και πέτυχε να χωρίσει από τον επιφανή πολιτικό άνδρα της και να παντρευτεί αργότερα ο ίδιος. Η ρομαντική τους ιστορία με συνεπήρε, περισσότερο όμως λάτρεψα τα ποιήματά του, που έγιναν για μένα οι πιο αγαπημένοι μου στίχοι, αποφθέγματα που έγραφα στα βιβλία της ιστορίας μου, λέξεις που χάραζα στα θρανία, στην τσάντα, στα doc martens μου.
Ένα πολύ όμορφο βιβλίο για τον άνθρωπο και τον ποιητή Σεφέρη είναι αυτό που έγραψε η αδελφή του, Ιωάννα Τσάτσου, το οποίο είναι δυστυχώς εξαντλημένο πια.
«Τις φυλακές που είναι για μένα όλες οι νύχτες μου και όλες οι μέρες μου, και πόσο σκοτεινές ακόμα, και πόσο τις φοβάμαι, είναι τόσο παιδί ακόμα η ψυχή μου, και είναι η ζωή τόσο πρόστυχια και τόσο κακιά. . . Γιατί να δειχτώ, αφού δεν ακούνε και δεν βλέπουν. Κ’ έπειτα πήρα τόσο σοβαρά την φιλολογία. Άλλη συνείδηση κι αυτή – σχεδόν δεν σκέπτομαι τίποτ’ άλλο όλη τη μέρα, γυρεύω, γυρεύω το δρόμο τον απάτητο, και θα τον βρω, γιατί πρέπει, και άμα θα γράψω θα είμαι ο καλύτερος, μα και πάλι πόσα ματώματα… […] Πόσο γυρεύω την ξεκούραση… τη θάλασσα την ήσυχη, τους ορίζοντες τους απέραντους. Να ησυχάσω, να ναρκωθώ λιγάκι μέσα στην αγάπη, κι έπειτα ξαναρχίζω, μα πριν περάσω όλους τους μεσημεριάτικους ήλιους, λίγο νερό, λίγο νερό, για το όνομα του Θεού».
Ναι, ήταν εστέτ, διανοούμενος, διπλωμάτης, πολιτικός. Δεν έγραφε όμως σαν τέτοιος. Τα ποιήματά του αναβλύζουν από τη ζεστή γη της Σκάλας του Βουρλά, όπου γεννήθηκε, από το Σούνιο, την Ύδρα και τον Πόρο, τη βίλα Γαλήνη, όπου παραθέριζε, τις ξερές πεδιάδες της εξορίας. Το κρύο του Σηκουάνα, την υγρασία της Αγγλίας, τους μακρινούς ορίζοντες της κάθε ξενιτιάς που έζησε, μιλάνε για προδοσία, πατρίδα, πίκρα, πόνο, έρωτα, λαχτάρα. Είναι γεμάτα ζωή.
Αν τον διαβάσει κανείς έξω από το σχολικό διδακτισμό και την πολιτική προπαγάνδα, αν αφήσει την ποίηση να μιλήσει γι’ αυτόν, και όχι το επάγγελμά του είμαι σίγουρη ότι θα νιώσει πολύ έντονα το λυρισμό της ποίησής του. Και θα τον ακούσει να μιλάει για πράγματα πολύ σημερινά, όπως την προσφυγιά, τον πόλεμο και τα παιχνίδια των ισχυρών.
Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;
Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της δικής μου τα γραμμένα,
ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε τέτοια πραμάτεια·
ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω από μας;
Κι ἐγὼ πονῶ κι᾿ ἐσεῖς πονεῖτε μὰ δὲ φωνάζουμε καὶ μήτε κἂν ψιθυρίζουμε, γιατί
ἡ μηχανὴ εἶναι βιαστικὴ στὴ φρίκη καὶ στὴν καταφρόνια στὸ θάνατο καὶ στὴ ζωή
“And I want to play hide-and-seek and give you my clothes and tell you I like your shoes and sit on the steps while you take a bath and massage your neck and kiss your feet and hold your hand and go for a meal and not mind when you eat my food and meet you at Rudy’s and talk about the day and type up your letters and carry your boxes and laugh at your paranoia and give you tapes you don’t listen to and watch great films and watch terrible films and complain about the radio and take pictures of you when you’re sleeping and get up to fetch you coffee and bagels and Danish and go to Florent and drink coffee at midnight and have you steal my cigarettes and never be able to find a match and tell you about the tv programme I saw the night before and take you to the eye hospital and not laugh at your jokes and want you in the morning but let you sleep for a while and kiss your back and stroke your skin and tell you how much I love your hair your eyes your lips your neck your breasts your arse and sit on the steps smoking till your neighbour comes home and sit on the steps smoking till you come home and worry when you’re late and be amazed when you’re early and give you sunflowers and go to your party and dance till I’m black and be sorry when I’m wrong and happy when you forgive me and look at your photos and wish I’d known you forever and hear your voice in my ear and feel your skin on my skin and get scared when you’re angry and your eye has gone red and the other eye blue and your hair to the left and your face oriental and tell you you’re gorgeous and hug you when you’re anxious and hold you when you hurt and want you when I smell you and offend you when I touch you and whimper when I’m next to you and whimper when I’m not and dribble on your breast and smother you in the night and get cold when you take the blanket and hot when you don’t and melt when you smile and dissolve when you laugh and not understand why you think I’m rejecting you when I’m not rejecting you and wonder how you could think I’d ever reject you and wonder who you are but accept you anyway and tell you about the tree angel enchanted forest boy who flew across the ocean because he loved you and write poems for you and wonder why you don’t believe me and have a feeling so deep I can’t find words for it and want to buy you a kitten I’d get jealous of because it would get more attention than me and keep you in bed when you have to go and cry like a baby when you finally do and get rid of the roaches and buy you presents you don’t want and take them away again and ask you to marry me and you say no again but keep on asking because though you think I don’t mean it I do always have from the first time I asked you and wander the city thinking it’s empty without you and want what you want and think I’m losing myself but know I’m safe with you and tell you the worst of me and try to give you the best of me because you don’t deserve any less and answer your questions when I’d rather not and tell you the truth when I really don’t want to and try to be honest because I know you prefer it and think it’s all over but hang on in for just ten more minutes before you throw me out of your life and forget who I am and try to get closer to you because it’s beautiful learning to know you and well worth the effort and speak German to you badly and Hebrew to you worse and make love with you at three in the morning and somehow somehow somehow communicate some of the overwhelming undying overpowering unconditional all-encompassing heart-enriching mind-expanding on-going never-ending love I have for you.”
Λαχταρώ….. να σε θέλω το πρωί αλλά να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα. Και να φιλάω την πλάτη σου, και να χαϊδεύω το δέρμα σου και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, το στήθος σου και να κάθομαι στίς σκάλες και να καπνίζω ώσπου να γυρίσει σπίτι ο διπλανός σου και να κάθομαι στίς σκάλες και να καπνίζω ώσπου να γυρίσεις σπίτι εσύ και να τρελαίνομαι όταν αργείς και να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια και να πηγαίνω στο πάρτι σου και να χορεύω ώσπου να πέσω ξερή και να΄μαι δυστυχισμένη όταν έχω άδικο και να ΄μαι ευτυχισμένη όταν με συγχωρείς και να χαζεύω τίς φωτογραφίες σου και να παρακαλάω να σε ήξερα μια ζωή και να ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου και να νιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου και να τρομάζω όταν θυμώνεις και το ΄να σου μάτι κοκκινίζει και τ ΄αλλο σου μάτι γαλάζιο και τα μαλλιά σου στ΄αριστερά και το προσωπό σου ανατολίτικο και να σου λέω πώς είσαι θεσπέσιος και να σ’ άγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς και να σε θέλω όταν σε μυρίζω και να σε πληγώνω όταν σ’ αγγίζω και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις την κουβέρτα και να ζεσταίνομαι όταν δεν μου την παίρνεις και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν γελάς και να μήν καταλαβαίνω γιατί λές πώς σε απορρίπτω αφού δε σε απορρίπτω και να αναρωτιέμαι… πώς σού πέρασε ποτέ από το νού ότι εγώ θα μπορούσα να σε απορρίψω και να αναρωτιέμαι ποιός είσαι αλλα να σε δέχομαι έτσι κι αλλιώς… Και να σ’ αγαπώ τόσο βαθιά που να μη μπορώ να το βάλω σε λόγια και να θέλω να σου πάρω ένα γατάκι πού θα το ζηλεύω γιατί θα το προσέχεις περισσότερο από μένα και να μη σ’ άφήνω να σηκωθείς απ’το κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις και να κλαίω σαν μωρό παιδί όταν φεύγεις στο τέλος… και να τριγυρίζω στηn πόλη και να τη νοιώθω άδεια χωρίς εσένα και να θέλω ό,τι θέλεις και να νομίζω πως χάνομαι, αλλά να ξέρω πως πλάι σου είμαι ασφαλής και να σου μιλάω για ό,τι χειρότερο έχω μέσα μου και να προσπαθώ να σου δίνω ό,τι καλύτερο έχω μέσα μου γιατί δεν σου αξίζει τίποτα λιγότερο και να σου λέω την αλήθεια αν και κατά βάθος δεν θέλω και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω πως το προτιμάς και να νομίζω πως όλα τέλειωσαν κι ωστόσο να περιμένω άλλα δέκα λεπτά πριν με πετάξεις έξω απ’ ζωή σου… Και να ξεχνάω ποιά είμαι. Και να κάνουμε έρωτα στις τρείς το πρωί και κάπως με κάποιο τρόπο, να σου εκφράζω έστω και λίγο τον ακάθεκτο τον ακατάλυτο τον ακατάσβεστο τον μεταρσιωτικό τον ψυχαναλυτικό τον άνευ όρων τον τα πάντα πληρούντα τον δίχως τέλος και δίχως αρχή, ερωτά μου για σένα.
CRAVE SARAH KANE μετάφραση Τζενη Μαστοράκη
Η Sarah Kane ήταν Αγγλίδα ποιήτρια και θεατρική συγγραφέας, η οποία υπέφερε από βαριά κατάθλιψη και έδωσε τέλος στη ζωή της το 1999, αφού πρώτα μας χάρισε μερικά από τα πιο δυνατά, συγκλονιστικά κείμενα της σύγχρονης λογοτεχνίας. Μαζί με τη Σίλβια Πλαθ είναι για μένα από τις ισχυρότερες γυναικείες φωνές της αγγλικής ποίησης του 20ού αιώνα.
Καθώς ζούμε έναν καινούριο πόλεμο, την τραγική μοίρα των προσφύγων και τον παραλογισμό της τρομοκρατίας, είναι παράξενο πόσο επίκαιρα μπορούν να ακούγονται πράγματα που έχουν γραφτεί πριν από τόσο καιρό.
Όπως έχετε μάλλον καταλάβει και από την προηγούμενη ανάρτησή μου, αγαπώ το Γιώργο Σεφέρη. Η ποίησή του έχει τόσες διαστάσεις όσες και ο ανθρώπινος ψυχισμός και το ότι έγραψε σε μια εποχή που βασανιζόταν από τη μάστιγα του πολέμου, εθνικού και εμφυλίου, κάνει τα γραπτά του ανησυχητικα επίκαιρα ακόμα και σήμερα. Μπορεί ο άνθρωπος Σεφέρης να διχαζόταν ανάμεσα στους «δυο αφεντάδες» της ζωής του, τη διπλωματική του καριέρα και την βαθιά ποιητική του φύση, το έργο του όμως πατάει γερά στην ποιητική παράδοση του τόπου μας αλλά και στα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του, τα οποία αφουγκράστηκε, αφομοίωσε και ζύμωσε στα ποιήματά του όσο λίγοι.
Τα ποιήματά του μιλάνε για συναισθήματα:
Αγγίζουν την πολιτική, χωρίς να είναι στρατευμένα (κάτι για το οποίο τον κατηγόρησαν πολλοί)…
Την αδικία της ζωής και του πολέμου:
το ότι ξεχνάμε να είμαστε πάνω από όλα άνθρωποι…
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν·
σαν έρθει ο θέρος προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι·
σαν έρθει ο θέροςάλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύουνται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τί θα τα κάνεις;
αλλά και για πιο προσωπικά ή ιδιωτικα θέματα:
Ο Σεφέρης ήταν και σαν νέος μελαγχολικός και θλιμμένος και ακόμα και τα ποιήματα που μιλάνε γι’ αγάπη ή έρωτα έχουν πάντα μια έμφυτη θλίψη, ένα προαίσθημα τέλους.
Κι όμως ο ίδιος αγάπησε με πάθος τη γυναίκα του, Μαρώ, παρόλο που εκείνη ήταν ήδη παντρεμένη και δε δίστασε να την διεκδικήσει!
Αν θέλετε να διαβάσετε περισσότερα για τη ζωή και το έργο του, μπορείτε να αναζητήσετε και αυτά:
Ξέρατε ότι ο Σεφέρης εκτός από τα Ποίηματα έχει γράψει και πολλά πεζά (το μυθιστόρημα Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη, Δοκίμια (Δοκιμές Α’, Β’, Γ’), κρατούσε ανελλιπώς ημερολόγιο (Μέρες, Πολιτικό Ημερολόγιο), Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά, ενώ έχει δοκιμάσει και τις δυνάμεις του στα Χαϊκού και τα μικρά σκωπτικά ποιήματα, τα Εντεψίζικα!
Πάντα όποτε βρέχει με πιάνει να διαβάζω ποιήματα για τη βροχή. Όταν το παρακάνει ο καιρός βέβαια και δεν αντέχω άλλο τα παρατάω και αρχίζω να διαβάζω για ήλιο και καλοκαίρια.
Πάντως το πρώτο πράγμα που μου ερχόταν στο μυαλό όποτε σκεφτόμουν βροχή ήταν οι στίχοι του Μήτσου Παπανικολάου από το ποίημά του Τοπίο, που πρώτη φορά είχα διαβάσει στο σχολείο:
Στο θλιμμένο κάμπο βρέχει
βρέχει στις ελιές τις γκρίζες-
το νερό σα ρίγος τρέχει
από τα κλαδιά στις ρίζες.
Οι στίχοι του έχουν μια τόσο έντονη μουσικότητα, σαν βροχή που χτυπάει πράγματι το τζάμι και σε υπνωτίζει.
Όμως από τότε έχω διαβάσει κι άλλα πολλά ποιήματα για τη βροχή, τα περισσότερα θλιμμένα και συναισθηματικά φορτισμένα:
Άρχισε μια σιγανή βροχή αργά προς το βράδυ.
Στις πολιτείες ο ουρανός φαίνεται μιαν απέραντη λασπωμένη πεδιάδα
Κι η βροχή είναι μια καλοσύνη, όσο να πεις, δε μοιάζει διόλου με το θάνατο: Μπορείς να βαδίζεις κάποτε χωρίς κανένα σκοπό ή με σκοπό —σου είναι αδιάφορο—Μιαν εποχή μακρινή και νεκρή σα μια βίαια σκισμένη πολυτέλεια.Εγώ συλλογίζομαι πώς και γιατί άραγε μια βροχή μπορεί να σου θυμίζει τόσα πράγματα—Χωρίς αμφιβολία είναι τόσο ανόητο να τα στοχάζεσαι όλα αυτά μια τέτοιαν ώρα—Συλλογίζομαι όμως στις ζεστές χειμωνιάτικες κάμαρες μιαν αλλιώτικη μυρουδιά Ύστερα από τις 6 με τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τ’ αναμμένο φως Ή μια γωνιά δίπλα στο τζάμι σ’ ένα μεγάλο καφενείο με τις αδιάφορες φωνές.Τα συλλογίζεσαι όλα αυτά με τον πιο απλούστερο τρόπο ολωσδιόλου παιδιάστικαΜπορείς να λησμονείς το κάθε τι, τί τάχα να γυρεύεις εδώ μια τέτοιαν ώρα Εσύ, ο διπλανός σου, όλος αυτός ο κόσμος που πορεύεται δίπλα σου μες στο σκοτάδι Αυτή η ανήσυχη σιωπή που πληγώνει περισσότερο κι απ’ το πιο κοφτερό λεπίδι Να λησμονείς για μιαν ελάχιστη στιγμή πως ίσως δεν τέλειωσε ούτε και απόψε για σένανε το κάθε τι Τόσο π’ αν τρίξει κάτι αναπάντεχα είναι να σου ξυπνήσει την ακριβήν υπόθεση μιας επιστροφής Τη χειμωνιάτικη ζεστή κάμαρα, το καφενείο με τις πολύχρωμες φωνές.
…Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη βροχή χωρίς τέλος.
Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα, σα μαστίγιο.
– Μανόλης Αναγνωστάκης
Και έχω ακούσει τραγούδια που έχουν την ίδια ατμόσφαιρα κι ας μη μιλάνε για βροχή………..
And i never drank alcohol and i never got high
it was the end of a hundred years that took me by surprise
what i thought to be dangerous, on the verge of a smile
turning out to be nothing more than hiss and overdrive
and there is nothing or noone more powerful
and the light that shines upon you says the same
when i wake up i’m doing a somersault
for the ones who never dared to speak my name
i am shy and mysterious when i say my goodbyes
when i part with the ones i’ve come to love throughout my life
when the times are miracelous, when i stop to think twice
when i sleep in the bushes next to where the treasure lies
with a devil in the words that you speak to me
when there’s nothing left and we are at the end
in the heavens you laugh at me secretly
where it echoes over and over again
and there is nothing or noone more powerful
and the light that shines upon you says the same
when i wake up i’m doing a somersault
for the ones who never dared to speak my name
Κι έχω αγαπήσει συγγραφείς για την ικανότητά τους να λένε πράγματα που με εκφράζουν απόλυτα:
I want to write because I have the urge to excel in one medium of translation and expression of life. I can’t be satisfied with the colossal job of merely living. Oh, no, I must order life in sonnets and sestinas and provide a verbal reflector for my 60-watt lighted head.
SYLVIA PLATH, The Unabridged Journals of Sylvia Plath
Και μετά θυμάμαι πόσο ποιητές μας κάνει όλους η βροχή και προσγειώνομαι 🙂
It is hot, steamy and wet. It is raining. I am tempted to write a poem. But I remember what it said on one rejection slip: ‘After a heavy rainfall, poems titled ‘Rain’ pour in from across the nation.”
SYLVIA PLATH, The Unabridged Journals of Sylvia Plath
Σονέτα, παρνασσισμός, ρομαντισμός, τα πρώτα ίχνη του συμβολισμού, διαγωνισμοί, αυτοκτονίες, ματαιότητα και ίντριγκες… η λογοτεχνία της γενιάς του 1880 είναι γεμάτη από ενδιαφέρουσες ιστορίες και ακόμα πιο ενδιαφέροντα έργα, ποίηση και πεζογραφία.
Μερικά δείγματα από αγαπημένους και ίσως παρεξηγημένους ποιητές που όμως έγραψαν μέσα στο πνεύμα της εποχής τους: κι ας μην ήταν η καημένη τόσο μοντέρνα, όμως το έργο τους μας αγγίζει ακόμα…
Κων/νος Χατζόπουλος, από τα «Ελεγεία και τα Ειδύλλια»
Δε γυρεύω ξένο, δε ρωτώ κρυφό,
δε γυρεύω χάρη·
κάτι μου έχουν πάρει, μέσ’ απ’ την ψυχή
κάτι μου έχουν πάρει.
Λάμπρος Πορφυρας, Το Θέατρο
Δεν ξέρω πώς να σου το ειπώ. Μα ο δρόμος, χθες το βράδυ,
μες στη σταχτιά τη συννεφιά σα θέατρο είχε γίνει.
Μόλις φαινόταν η σκηνή στ’ ανάριο το σκοτάδι
και σα σκιές φαινόντανε μακριά μου οι θεατρίνοι.
Τα σπίτια πέρα κι οι αυλές και τα κλωνάρια αντάμα
έλεγες κι ήταν σκηνικά παλιά και ξεβαμμένα,
κι εκείνοι έβγαιναν κι έπαιζαν τ’ αλλόκοτο τους δράμα,
κι άκουγες βόγκους κι άκουγες και γέλια ευτυχισμένα.
Εγώ δεν ξέρω. Εβγαίνανε κι εσμίγαν κι επαγαίναν
κι ήτανε μια παράσταση και θλιβερή κι ωραία.
Κι έβγαινε, Θε μου! κι η νυχτιά, καθώς επαρασταίναν,
έβγαινε, Θε μου, κι έριχνε τη μαύρη της αυλαία.
Αυτό που με μαγεύει σ’ αυτά τα ποιήματα δεν είναι τόσο το νόημά τους όσο η μουσικότητα των στίχων τους. Αντηχούν στο αυτί τόσο μελωδικοί και όμορφοι. Ακόμα και οι διαταραχές του μέτρου είναι εσκεμμένες και δημιουργούν ένταση και συναίσθημα…
Πριν ακόμα ο μοντερνισμός επιβάλει την αποδόμηση της στιχουργικής, οι ποιητές αυτοί ήταν πρωτίστως τεχνίτες του στίχου και νομίζω ότι αυτό θα επιβιώσει όσο και αν ξεπεραστούν οι ρομαντικοί έρωτες, οι ασθενικές κόρες και τα αρκαδικά τοπία.
3 πολύ όμορφα ποιήματα που μπορεί να επιλέγουν την εικονοποιία του σκακιού αλλά μιλάνε για κάτι πολύ πιο βαθύ και δύσκολο, την κυνική πραγματικότητα των ανθρώπινων σχέσεων.
Πάντα θα αντηχεί στα αυτιά μου η φωνή του Ανδρεάτου να τραγουδάει το Σκάκι του Μανόλη Αναγνωστάκη:
«Έλα να παίξουμε.
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσα μου
(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)
Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)
Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω;
(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)
Όλα, και τ’ άλογα μου θα στα δώσω
Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω
Που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
Δρασκελώντας τη μια άκρη ως την άλλη
Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα».
Για όσους το θυμούνται, το ποίημα αυτό έγινε το τραγούδι από το Λόγω Τιμής (τραγούδησε ο Γεράσιμος Ανδρεάτος).
Μια άλλη προσέγγιση θα μας δώσει ο Καβάφης, με το ποίημά του «Το Πιόνι»
«Πολλάκις, βλέποντας να παίζουν σκάκι,
ακολουθεί το μάτι μου ένα Πιόνι
οπού σιγά-σιγά τον δρόμο βρίσκει
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
Με τέτοια προθυμία πάει στην άκρη
οπού θαρρείς πως βέβαια εδώ θ’ αρχίσουν
οι απολαύσεις του κ’ οι αμοιβές του.
Πολλές στον δρόμο κακουχίες βρίσκει.
Λόγχες λοξά το ρίχνουν πεζοδρόμοι·
τα κάστρα το χτυπούν με τες πλατειές των
γραμμές· μέσα στα δυο τετράγωνά των
γρήγοροι καβαλλάρηδες γυρεύουν
με δόλο να το κάμουν να σκαλώσει·
κ’ εδώ κ’ εκεί με γωνιακή φοβέρα
μπαίνει στον δρόμο του κανένα πιόνι
απ’ το στρατόπεδο του εχθρού σταλμένο.
Aλλά γλιτώνει απ’ τους κινδύνους όλους
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
Τι θριαμβευτικά που εδώ προφθαίνει,
στην φοβερή γραμμή την τελευταία·
τι πρόθυμα στον θάνατό του αγγίζει!
Γιατί εδώ το Πιόνι θα πεθάνει
κ’ ήσαν οι κόποι του προς τούτο μόνο.
Για την βασίλισσα, που θα μας σώσει,
για να την αναστήσει από τον τάφο
ήλθε να πέσει στου σκακιού τον άδη».
Και ένας λιγότερο γνωστός ποιητής, ο Μιχαήλ Στασινόπουλος, επιλέγει για ήρωα και έμπνευσή του το Άλογο:
Διαβάζοντας και περισσότερο μελετώντας καθημερινά πολυάριθμα fashion blogs και γενικά all about fashion, ένα καλοκαιρινό - βροχερό απόγευμα αποφάσισα να μαζέψω αρκετό από το θάρρος μου και να δημιουργήσω πολύ απλά και εύκολα το συγκεκριμένο fashion blog.
Ιστότοπος για την Τέχνη και τον Πολιτισμό (με έμφαση στον Κινηματογράφο) σε Διάδραση με την Κοινωνία, την Πολιτική, τη Φιλοσοφία, την Επιστήμη , την Τεχνολογία κλπ