στη μνήμη του πιο αγαπημένου μου πρίγκιπα…

…του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου

που έζησε πένης και πλάνης, και έτσι πέθανε, μόνος, σε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα, όπου τον βρήκαν μέρες μετά το θάνατό του…

αλέξης ασλάνογλου

Οι εφημερίδες δεν έγραψαν αφιερώματα και κριτικές, μια μικρή αναφορά μόνο γράφτηκε σε κάποια από τις τελευταίες σελίδες με ένα ποίημά του χαρακτηριστικό: Συνέχεια ανάγνωσης

Τρία ποιήματα για το καλοκαίρι

Είναι κάποια ποιήματα που θυμίζουν, ανασαίνουν, ευωδιάζουν καλοκαίρι. Με τη νοσταλγία τους, τη μελαγχολία τους, την ατμόσφαιρά τους. Θυμίζουν παιδικά καλοκαίρια, τον ήχο από τα τζιτζίκια, το εξώφυλλο του Θησαυρού της Βαγίας, φωτιές στην παραλία, γιασεμί.

Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου;
Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομά του
Τὸ ξέρω μέσα στὰ μάτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιά του
Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει
Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις

Δὲν ὠφελεῖ τὸ παράπονο

 

Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.

Χρόνια καὶ χρόνια πάλεψα μὲ τὸ μελάνι καὶ τὸ σφυρὶ βασανισμένη καρδιά μου
Μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ σοῦ κάμω ἕνα κέντημα
Ἕνα ζουμπούλι πορτοκαλιᾶς
Μίαν ἀνθισμένη κυδωνιὰ νὰ σὲ παρηγορήσω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιὰ μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.

  • Νίκος Γκάτσος, Αμοργός

4-5Μάη2013 Ανάσταση Χάλκη (71)

 

Amorgos9

Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι

σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει

γεμάτο διαγραφές, αφηρημένα σχέδια

στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε

στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν

στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως

σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι

στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριές

καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν

χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.

Γυρίσαμε – πάντα κινάμε για να γυρίσουμε

στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα στις άδειες παλάμες.

Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι

και τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό

τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώτα

μάτια του κόσμου κι οι θαλασσινές σπηλιές

πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα.

Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρι

…σ’ ένα σημείο που δεν τ’ ορίζω και με κυβερνά

τα χέρια σου γγίζοντας το ελεύθερο κύμα.

  • Γ. Σεφέρης, Ένας λόγος για το καλοκαίρι, Φθινόπωρο 1936

late summer

Θα πενθώ πάντα μ’ ακούς; για σένα,
                                   μόνος, στον Παράδεισο

Στα νερά ένα ένα, μ’ ακούς

Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς

Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ ακούς

Της αγάπης

Μια για πάντα το κόψαμε

Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς

Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς

Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας

Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;

Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς

Με σοφές παραμάνες και μ’ αντάρτες απόμαχους

Από τι να ‘ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού

Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου

Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να ‘ρθω

Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο

Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική

Που διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.

  • Ο. Ελύτης, Το Μονόγραμμα, 1971

4Ιαν2010 (32)

 

Book quotes I love

Γιατί τι θα ήταν τα βιβλία χωρίς φράσεις που σου μένουν στο μυαλό και σε κάνουν να σκέφτεσαι πράγματα που δεν είχες σκεφτεί, να βλέπεις από οπτικές γωνίες που δεν είχες φανταστεί, να απορείς, να νιώθεις δέος, πίκρα, χαρά, να χαμογελάς και να ονειρεύεσαι;

Μερικές από τις αγαπημένες μου που σταχυολόγησα ένα βράδυ χαζεύοντας, το ένα κλικ μετά το άλλο στο Goodreads, το Brainpickings και το Flavorwire 🙂

«I declare after all there is no enjoyment like reading! How much sooner one tires of any thing than of a book! — When I have a house of my own, I shall be miserable if I have not an excellent library.»
Jane Austen (Pride and Prejudice)

«Hold back the edges of your gown, Ladies, we are going through hell.»
William Carlos Williams

nabokov.jpg

“Happiness in intelligent people is the rarest thing I know.”
Ernest Hemingway, The Garden of Eden

«I like to use simple words, but in a complicated way.»
Carol Ann Duffy

«You remember too much,» my mother said to me recently. «Why hold onto all that?» And I said, «where can I put it down?»
Anne Carson

ann carson

«The world is full of magic things, patiently waiting for our senses to grow sharper.»
W.B. Yeats

«It is never too late to be what you might have been.»
George Eliot

«I can’t think of a case where poems changed the world, but what they do is they change people’s understanding of what’s going on in the world.»
Seamus Heaney

QuoteWilliamWordsworth.png

Fill your life with the breathing of your heart, too!

Good night my dear friends!

Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια

Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια…
Ω μην ταράξεις… πρόσεξε ν’ ακούσεις τ’ αλαφρό

ξεκίνημά της…

Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ’ ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ’ αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.

Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός.

Σαν σήμερα, 29 Φεβρουαρίου, σύμφωνα με το Ιουλιανό Ημερολόγιο που ίσχυε το δίσεκτο έτος 1900, γεννήθηκε ο αγαπημένος μου ποιητής, Γιώργος Σεφέρης.

Έμαθα γι’ αυτόν (πόσο παράδοξο) από ενα γυναικείο περιοδικό! Το περιοδικό έδινε έμφαση στο σκανδαλώδη αλλά συγκλονιστικό έρωτά του για την ήδη παντρεμένη Μαρώ Λόντου, την οποία ο Σεφέρης αγάπησε παράφορα και πέτυχε να χωρίσει από τον επιφανή πολιτικό άνδρα της και να παντρευτεί αργότερα ο ίδιος. Η ρομαντική τους ιστορία με συνεπήρε, περισσότερο όμως λάτρεψα τα ποιήματά του, που έγιναν για μένα οι πιο αγαπημένοι μου στίχοι, αποφθέγματα που έγραφα στα βιβλία της ιστορίας μου, λέξεις που χάραζα στα θρανία,  στην τσάντα, στα doc martens μου.

seferis maro

Ένα πολύ όμορφο βιβλίο για τον άνθρωπο και τον ποιητή Σεφέρη είναι αυτό που έγραψε η αδελφή του, Ιωάννα Τσάτσου, το οποίο είναι δυστυχώς εξαντλημένο πια.

«Τις φυλακές που είναι για μένα όλες οι νύχτες μου και όλες οι μέρες μου, και πόσο σκοτεινές ακόμα, και πόσο τις φοβάμαι, είναι τόσο παιδί ακόμα η ψυχή μου, και είναι η ζωή τόσο πρόστυχια και τόσο κακιά. . . Γιατί να δειχτώ, αφού δεν ακούνε και δεν βλέπουν. Κ’ έπειτα πήρα τόσο σοβαρά την φιλολογία. Άλλη συνείδηση κι αυτή – σχεδόν δεν σκέπτομαι τίποτ’ άλλο όλη τη μέρα, γυρεύω, γυρεύω το δρόμο τον απάτητο, και θα τον βρω, γιατί πρέπει, και άμα θα γράψω θα είμαι ο καλύτερος, μα και πάλι πόσα ματώματα… […] Πόσο γυρεύω την ξεκούραση… τη θάλασσα την ήσυχη, τους ορίζοντες τους απέραντους. Να ησυχάσω, να ναρκωθώ λιγάκι μέσα στην αγάπη, κι έπειτα ξαναρχίζω, μα πριν περάσω όλους τους μεσημεριάτικους ήλιους, λίγο νερό, λίγο νερό, για το όνομα του Θεού».

Ναι, ήταν εστέτ, διανοούμενος, διπλωμάτης, πολιτικός. Δεν έγραφε όμως σαν τέτοιος. Τα ποιήματά του αναβλύζουν από τη ζεστή γη της Σκάλας του Βουρλά, όπου γεννήθηκε, από το Σούνιο, την Ύδρα και τον Πόρο, τη βίλα Γαλήνη, όπου παραθέριζε, τις ξερές πεδιάδες της εξορίας. Το κρύο του Σηκουάνα, την υγρασία της Αγγλίας, τους μακρινούς ορίζοντες της κάθε ξενιτιάς που έζησε, μιλάνε για προδοσία, πατρίδα, πίκρα, πόνο, έρωτα, λαχτάρα. Είναι γεμάτα ζωή.

Αν τον διαβάσει κανείς έξω από το σχολικό διδακτισμό και την πολιτική προπαγάνδα, αν αφήσει την ποίηση να μιλήσει γι’ αυτόν, και όχι το επάγγελμά του είμαι σίγουρη ότι θα νιώσει πολύ έντονα το λυρισμό της ποίησής του. Και θα τον ακούσει να μιλάει για πράγματα πολύ σημερινά, όπως την προσφυγιά, τον πόλεμο και τα παιχνίδια των ισχυρών.

σεφέρης μαρώ villa galini poros maro seferi

Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;
Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της δικής μου τα γραμμένα,
ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε τέτοια πραμάτεια·
ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω από μας;

Κι ἐγὼ πονῶ κι᾿ ἐσεῖς πονεῖτε
μὰ δὲ φωνάζουμε καὶ μήτε
κἂν ψιθυρίζουμε, γιατί

ἡ μηχανὴ εἶναι βιαστικὴ
στὴ φρίκη καὶ στὴν καταφρόνια      
στὸ θάνατο καὶ στὴ ζωή

Δὲν ἦταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας
ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε
ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολὺ μακρινὸ
ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στὸ πρωινὸ χορτάρι
ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε
νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας.

Ἡ ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε
σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν
νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε
μὲ τόσο πάθος.

seferis.jpg

 

One of my favorite poems Sarah Κane – Crave

crave.jpg

“And I want to play hide-and-seek and give you my clothes and tell you I like your shoes and sit on the steps while you take a bath and massage your neck and kiss your feet and hold your hand and go for a meal and not mind when you eat my food and meet you at Rudy’s and talk about the day and type up your letters and carry your boxes and laugh at your paranoia and give you tapes you don’t listen to and watch great films and watch terrible films and complain about the radio and take pictures of you when you’re sleeping and get up to fetch you coffee and bagels and Danish and go to Florent and drink coffee at midnight and have you steal my cigarettes and never be able to find a match and tell you about the tv programme I saw the night before and take you to the eye hospital and not laugh at your jokes and want you in the morning but let you sleep for a while and kiss your back and stroke your skin and tell you how much I love your hair your eyes your lips your neck your breasts your arse and sit on the steps smoking till your neighbour comes home and sit on the steps smoking till you come home and worry when you’re late and be amazed when you’re early and give you sunflowers and go to your party and dance till I’m black and be sorry when I’m wrong and happy when you forgive me and look at your photos and wish I’d known you forever and hear your voice in my ear and feel your skin on my skin and get scared when you’re angry and your eye has gone red and the other eye blue and your hair to the left and your face oriental and tell you you’re gorgeous and hug you when you’re anxious and hold you when you hurt and want you when I smell you and offend you when I touch you and whimper when I’m next to you and whimper when I’m not and dribble on your breast and smother you in the night and get cold when you take the blanket and hot when you don’t and melt when you smile and dissolve when you laugh and not understand why you think I’m rejecting you when I’m not rejecting you and wonder how you could think I’d ever reject you and wonder who you are but accept you anyway and tell you about the tree angel enchanted forest boy who flew across the ocean because he loved you and write poems for you and wonder why you don’t believe me and have a feeling so deep I can’t find words for it and want to buy you a kitten I’d get jealous of because it would get more attention than me and keep you in bed when you have to go and cry like a baby when you finally do and get rid of the roaches and buy you presents you don’t want and take them away again and ask you to marry me and you say no again but keep on asking because though you think I don’t mean it I do always have from the first time I asked you and wander the city thinking it’s empty without you and want what you want and think I’m losing myself but know I’m safe with you and tell you the worst of me and try to give you the best of me because you don’t deserve any less and answer your questions when I’d rather not and tell you the truth when I really don’t want to and try to be honest because I know you prefer it and think it’s all over but hang on in for just ten more minutes before you throw me out of your life and forget who I am and try to get closer to you because it’s beautiful learning to know you and well worth the effort and speak German to you badly and Hebrew to you worse and make love with you at three in the morning and somehow somehow somehow communicate some of the overwhelming undying overpowering unconditional all-encompassing heart-enriching mind-expanding on-going never-ending love I have for you.”

brooklyn stairs.jpg

 

crave. kane.jpg

Λαχταρώ….. να σε θέλω το πρωί αλλά να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα. Και να φιλάω την πλάτη σου, και να χαϊδεύω το δέρμα σου και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, το στήθος σου και να κάθομαι στίς σκάλες και να καπνίζω ώσπου  να γυρίσει σπίτι ο διπλανός σου και να κάθομαι στίς σκάλες και να καπνίζω ώσπου  να γυρίσεις σπίτι εσύ και να τρελαίνομαι όταν αργείς και να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια και να πηγαίνω στο πάρτι σου και να χορεύω ώσπου να πέσω ξερή και να΄μαι δυστυχισμένη όταν έχω άδικο και να ΄μαι ευτυχισμένη όταν με συγχωρείς και να χαζεύω τίς φωτογραφίες σου και να παρακαλάω να σε ήξερα μια ζωή και να ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου και να νιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου και να τρομάζω όταν θυμώνεις και το ΄να σου μάτι κοκκινίζει και τ ΄αλλο σου μάτι γαλάζιο και τα μαλλιά σου στ΄αριστερά και το προσωπό σου ανατολίτικο και να σου λέω πώς είσαι θεσπέσιος και να σ’ άγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς και να σε θέλω όταν σε μυρίζω και να σε πληγώνω όταν σ’ αγγίζω και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις την κουβέρτα και να ζεσταίνομαι όταν δεν μου την παίρνεις και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν γελάς και να μήν καταλαβαίνω γιατί λές πώς σε απορρίπτω αφού δε σε απορρίπτω και να αναρωτιέμαι… πώς σού πέρασε ποτέ από το νού ότι εγώ θα μπορούσα να σε απορρίψω και να αναρωτιέμαι ποιός είσαι αλλα να σε δέχομαι έτσι κι αλλιώς… Και να σ’ αγαπώ τόσο βαθιά που να μη μπορώ να το βάλω σε λόγια και να θέλω να σου πάρω ένα γατάκι πού θα το ζηλεύω γιατί θα το προσέχεις περισσότερο από μένα και να μη σ’ άφήνω να σηκωθείς απ’το κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις και να κλαίω σαν μωρό παιδί όταν φεύγεις στο τέλος… και να τριγυρίζω στηn πόλη και να τη νοιώθω άδεια χωρίς εσένα και να θέλω ό,τι θέλεις και να νομίζω πως χάνομαι, αλλά να ξέρω πως πλάι σου είμαι ασφαλής και να σου μιλάω για ό,τι χειρότερο έχω μέσα μου και να προσπαθώ να σου δίνω ό,τι καλύτερο έχω μέσα μου γιατί δεν σου αξίζει τίποτα λιγότερο και να σου λέω την αλήθεια αν και κατά βάθος δεν θέλω και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω πως το προτιμάς και να νομίζω πως όλα τέλειωσαν κι ωστόσο να περιμένω άλλα δέκα λεπτά πριν με πετάξεις έξω απ’ ζωή σου… Και να ξεχνάω ποιά είμαι. Και να κάνουμε έρωτα στις τρείς το πρωί και κάπως με κάποιο τρόπο, να σου εκφράζω έστω και λίγο τον ακάθεκτο τον ακατάλυτο τον ακατάσβεστο τον μεταρσιωτικό τον ψυχαναλυτικό τον άνευ όρων τον τα πάντα πληρούντα τον δίχως τέλος και δίχως αρχή, ερωτά μου για σένα.

CRAVE SARAH KANE μετάφραση Τζενη Μαστοράκη

sarah kane

Η Sarah Kane ήταν Αγγλίδα ποιήτρια και θεατρική συγγραφέας, η οποία υπέφερε από βαριά κατάθλιψη και έδωσε τέλος στη ζωή της το 1999, αφού πρώτα μας χάρισε μερικά από τα πιο δυνατά, συγκλονιστικά κείμενα της σύγχρονης λογοτεχνίας. Μαζί με τη Σίλβια Πλαθ είναι για μένα από τις ισχυρότερες γυναικείες φωνές της αγγλικής ποίησης του 20ού αιώνα.

Ποίηση και ρομαντισμός – Η γενιά του 1880

Σονέτα, παρνασσισμός, ρομαντισμός, τα πρώτα ίχνη του συμβολισμού, διαγωνισμοί, αυτοκτονίες, ματαιότητα και ίντριγκες… η λογοτεχνία της γενιάς του 1880 είναι γεμάτη από ενδιαφέρουσες ιστορίες και ακόμα πιο ενδιαφέροντα έργα, ποίηση και πεζογραφία.

Μερικά δείγματα από αγαπημένους και ίσως παρεξηγημένους ποιητές που όμως έγραψαν μέσα στο πνεύμα της εποχής τους: κι ας μην ήταν η καημένη τόσο  μοντέρνα, όμως το έργο τους μας αγγίζει ακόμα…

Νίκος Καμπάς, Το ακρογιάλι

[….]

Είναι η μοίρα του: ζωή μια μέρα να του δίνει

η θάλασσα και αύριο νεκρό να το αφήνει.

Γιατί διακρύζω; Αχ, γιατί σε μοιάζω, ακρογιάλι

τη μια μέρα μ’αγαπούν και με ξεχνούν την άλλη.

romantic beach

Ιω. Πολέμης, Το παλιό Βιολί

Άκουσε τ’ απόκοσμο, το παλιό βιολί

μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη

στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί

με τ’ αχνά κι απάρθενα της αγάπης χείλη

 

Λορέντζος Μαβίλης, Λήθη

ένα ποίημα για την πίκρα του θανάτου 

Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.

Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε
στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση·
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει,
ἂ στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.

Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι,
πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.

Ἂ δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι,
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν:
Θέλουν μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.

wanderer above the sea of mist

Κων/νος Χατζόπουλος, από τα «Ελεγεία και τα Ειδύλλια»

Δε γυρεύω ξένο, δε ρωτώ κρυφό,
δε γυρεύω χάρη·
κάτι μου έχουν πάρει, μέσ’ απ’ την ψυχή
κάτι μου έχουν πάρει.

Λάμπρος Πορφυρας, Το Θέατρο

Δεν ξέρω πώς να σου το ειπώ. Μα ο δρόμος, χθες το βράδυ,
μες στη σταχτιά τη συννεφιά σα θέατρο είχε γίνει.
Μόλις φαινόταν η σκηνή στ’ ανάριο το σκοτάδι
και σα σκιές φαινόντανε μακριά μου οι θεατρίνοι.

Τα σπίτια πέρα κι οι αυλές και τα κλωνάρια αντάμα
έλεγες κι ήταν σκηνικά παλιά και ξεβαμμένα,
κι εκείνοι έβγαιναν κι έπαιζαν τ’ αλλόκοτο τους δράμα,
κι άκουγες βόγκους κι άκουγες και γέλια ευτυχισμένα.

Εγώ δεν ξέρω. Εβγαίνανε κι εσμίγαν κι επαγαίναν
κι ήτανε μια παράσταση και θλιβερή κι ωραία.
Κι έβγαινε, Θε μου! κι η νυχτιά, καθώς επαρασταίναν,
έβγαινε, Θε μου, κι έριχνε τη μαύρη της αυλαία.

Αυτό που με μαγεύει σ’ αυτά τα ποιήματα δεν είναι τόσο το νόημά τους όσο η μουσικότητα των στίχων τους. Αντηχούν στο αυτί τόσο μελωδικοί και όμορφοι. Ακόμα και οι διαταραχές του μέτρου είναι εσκεμμένες και δημιουργούν ένταση και συναίσθημα…

Πριν ακόμα ο μοντερνισμός επιβάλει την αποδόμηση της στιχουργικής, οι ποιητές αυτοί ήταν πρωτίστως τεχνίτες του στίχου και νομίζω ότι αυτό θα επιβιώσει όσο και αν ξεπεραστούν οι ρομαντικοί έρωτες, οι ασθενικές κόρες και τα αρκαδικά τοπία. 

romantic paintings

Έλα να παίξουμε – 3 ποιήματα

 3 πολύ όμορφα ποιήματα που μπορεί να επιλέγουν την εικονοποιία του σκακιού αλλά μιλάνε για κάτι πολύ πιο βαθύ και δύσκολο, την κυνική πραγματικότητα των ανθρώπινων σχέσεων.

Πάντα θα αντηχεί στα αυτιά μου η φωνή του Ανδρεάτου να τραγουδάει το Σκάκι του Μανόλη Αναγνωστάκη:

«Έλα να παίξουμε.

Θα σου χαρίσω τη βασίλισσα μου

(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη

Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)

Θα σου χαρίσω τους πύργους μου

(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου

Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)

Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου

Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω;

(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)

Όλα, και τ’ άλογα μου θα στα δώσω

Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω

Που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει

Δρασκελώντας τη μια άκρη ως την άλλη

Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου

Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά

Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.

Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα».

Για όσους το θυμούνται, το ποίημα αυτό έγινε το τραγούδι από το Λόγω Τιμής (τραγούδησε ο Γεράσιμος Ανδρεάτος).

λόγω τιμής

Μια άλλη προσέγγιση θα μας δώσει ο Καβάφης, με το ποίημά του «Το Πιόνι»

«Πολλάκις, βλέποντας να παίζουν σκάκι,

ακολουθεί το μάτι μου ένα Πιόνι

οπού σιγά-σιγά τον δρόμο βρίσκει

και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.

Με τέτοια προθυμία πάει στην άκρη

οπού θαρρείς πως βέβαια εδώ θ’ αρχίσουν

οι απολαύσεις του κ’ οι αμοιβές του.

Πολλές στον δρόμο κακουχίες βρίσκει.

Λόγχες λοξά το ρίχνουν πεζοδρόμοι·

τα κάστρα το χτυπούν με τες πλατειές των

γραμμές· μέσα στα δυο τετράγωνά των

γρήγοροι καβαλλάρηδες γυρεύουν

με δόλο να το κάμουν να σκαλώσει·

κ’ εδώ κ’ εκεί με γωνιακή φοβέρα

μπαίνει στον δρόμο του κανένα πιόνι

απ’ το στρατόπεδο του εχθρού σταλμένο.

 

Aλλά γλιτώνει απ’ τους κινδύνους όλους

και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.

 

Τι θριαμβευτικά που εδώ προφθαίνει,

στην φοβερή γραμμή την τελευταία·

τι πρόθυμα στον θάνατό του αγγίζει!

 

Γιατί εδώ το Πιόνι θα πεθάνει

κ’ ήσαν οι κόποι του προς τούτο μόνο.

Για την βασίλισσα, που θα μας σώσει,

για να την αναστήσει από τον τάφο

ήλθε να πέσει στου σκακιού τον άδη».

σκάκι φάληρο

Και ένας λιγότερο γνωστός ποιητής, ο Μιχαήλ Στασινόπουλος, επιλέγει για ήρωα και έμπνευσή του το Άλογο:

Τ᾿ ἄλογο τοῦ σκακιοῦ

 «Προσεκτικὸ κι ἀσάλευτο, βουβὸ κι ἀφαιρεμένο,

στὸ μαῦρο ἢ τ᾿ ἄσπρο, ὑπάκουο, πηδάει καὶ περιμένει.

Στὸ μαῦρο ἢ τ᾿ ἄσπρο, ἀσάλευτο, βαθειὰ συλλογισμένο,

τὸ σκυθρωπὸ κι ἀμίλητο παιχνίδι λογαριάζει.

 

Μιὰ κίνηση, ἄλλη κίνηση, μιὰ σκέψη, κι ἄλλη σκέψη.

Τριγύρω οἱ ξύλινοί του ἐχθροὶ κι οἱ ἐπίβουλοι σκοποί τους.

Τὶ νὰ σκεφτεῖ, νὰ σοφιστεῖ καὶ τί νὰ λογαριάσει;

Μὲς τὰ στενὰ τετράγωνα ἐσώθηκεν ἡ σκέψη

κι ἔγινε πιὰ μονότονη καὶ γνώριμη ἡ ζωή του.

 

Μιὰ κίνηση, ἄλλη κίνηση, μιὰ σκέψη, ἡ ἴδια σκέψη!

Τὸ σιωπηλὸ παιχνίδι του μετρᾶ καὶ λογαριάζει,

μὰ ὅμως τὸ ξέρει πὼς γραφτὸ σ᾿ ὅλη εἶναι τὴ ζωή του,

νὰ ὁρμᾶ μέσα στοὺς ξύλινους ἐχθρούς του καὶ νὰ πέφτει,

στὸ μαῦρο ἢ στ᾿ ἄσπρο, ἡρωικά, κοντὰ στὸ βασιλιά του».

skaki-chess-chessmaster-tromeri-skakiera

πηγή τελ. ποιήματος: http://tasakos.com/

Seamus Heaney dies on this day 2 years ago

From BBC NI’s «Seamus Heaney: A life in Pictures» broadcast 15/04/09.

Ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής ο Seamus Heaney θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της Ιρλανδίας, πολλοί μάλιστα τον συγκρίνουν με τον Yeats.

Τα ποιήματά του  έχουν υφή, μυρωδιές και χρώμα και συχνά διαβάζοντάς τα νιώθεις ότι μπήγεις τα χέρια σου σε υγρό χώμα μετά από τη βροχή.

Before the kite plunges down into the wood
and this line goes useless
take in your two hands, boys, and feel
the strumming, rooted, long-tailed pull of grief.
You were born fit for it.
Stand in here in front of me
and take the strain.

Τhe Blackbird of Glanmore

On the grass when I arrive,
Filling the stillness with life,
But ready to scare off
At the very first wrong move.
In the ivy when I leave.

It’s you, blackbird, I love.

I park, pause, take heed.
Breathe. Just breathe and sit
And lines I once translated
Come back: “I want away
To the house of death, to my father

Under the low clay roof.”

BLACKBERRY PICKING

Late August, given heavy rain and sun
For a full week, the blackberries would ripen.
At first, just one, a glossy purple clot
Among others, red, green, hard as a knot.
You ate that first one and its flesh was sweet
Like thickened wine: summer’s blood was in it
Leaving stains upon the tongue and lust for
Picking. Then red ones inked up and that hunger
Sent us out with milk cans, pea tins, jam-pots
Where briars scratched and wet grass bleached our boots.
Round hayfields, cornfields and potato-drills
We trekked and picked until the cans were full
Until the tinkling bottom had been covered
With green ones, and on top big dark blobs burned
Like a plate of eyes. Our hands were peppered
With thorn pricks, our palms sticky as Bluebeard’s.
We hoarded the fresh berries in the byre.
But when the bath was filled we found a fur,
A rat-grey fungus, glutting on our cache.
The juice was stinking too. Once off the bush
The fruit fermented, the sweet flesh would turn sour.
I always felt like crying. It wasn’t fair
That all the lovely canfuls smelt of rot.
Each year I hoped they’d keep, knew they would not.

seamus heaney

Οι άγνωστοι ποιητές κατοικούν στις βιβλιοθήκες – Δ.Ι.Αντωνίου

πα-αιό-αρχείο-με-τα-συρτάρια-34491364ένα πράγμα για το οποίο ευγνωμωνώ τη σχολή μου στο ΑΠΘ, και ειδικά το τμήμα μεσαιωνικών και νεοελληνικών σπουδών, εκτός από το ότι μου έμαθαν ένα σωρό σπουδαία πράγματα για την ελληνική λογοτεχνία, είναι ότι μου έδειξαν την αξία της έρευνας και του να προχωράς ένα βήμα πιο πέρα αυτό που σου δίνουν έτοιμο. Η βιβλιοθήκη μας μπορεί να μην ήταν ό,τι πιο σύγχρονο υπάρχει (είχαμε τα κλασικά συρταράκια/καρτοκατάλογο που ήταν αστεία αλλά και τόσο ρετρό και τέλεια) – η βιβλιοθήκη π.χ του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Ρόδο είναι μακράν πιο εξελιγμένη και φιλική προς το χρήστη – αλλά είχε ξύλινα έδρανα, φθαρμένα από την πολλή χρήση, μια ψηλοτάβανη αίθουσα και εκπληκτικές συλλογές από τους σπουδαιότερους Έλληνες λογοτέχνες.

φιλοσοφική παλιό κτίριο

 

Εκεί έβρισκες εξαντλημένους τόμους, πρώτες εκδόσεις, χειρόγραφα και πολλούς άλλους θησαυρούς που ποτέ δε θα αντίκριζες σε βιβλιοπωλείο-αλυσίδα.

AntvnioyD.I (1)

Η αφορμή γι’ αυτό το ποστ που κινδυνεύει να πλατιάσει ήταν το ότι σ’ εκείνη τη βιβλιοθήκη ανακάλυψα έναν από τους πιο ωραίους και σχετικά άγνωστους ποιητές της γενιάς του ’30, τον Δ.Ι.Αντωνίου. Θα έμενε άγνωστος πιστεύω αν δεν του είχε αφιερώσει ο Γ. Σεφέρης ένα δοκίμιο στις Δοκιμές του – άλλωστε σε όποιο βιβλιοπωλείο και αν είχα αναζητήσει τα ποιήματά του λάμβανα την ίδια απάντηση: ήταν από καιρό εξαντλημένα και από πού ήξερα εγώ την ύπαρξή του;

δοκιμές σεφέρης

Όμως ο Αντωνίου και η ποίησή του, ιδιαίτερα η συλλογή με τον τόσο εξωτικό τίτλο Ινδίες μου κινούσε απερίγραπτα το ενδιαφέρον και ήμουν αποφασισμένη να τη βρω. Και υπήρχε μόνο σε ένα αντίτυπο στη βιβλιοθήκη της σχολής μας 🙂

δ.ι.αντωνίου

λίμνη ινδονησία

Ο Αντωνίου καταγόταν από την Κάσο και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Μοζαμβίκη και το Σουέζ. Φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή αλλά ακολούθησε καριέρα στο εμπορικό ναυτικό. Τα πρώτα του ποιήματα έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό από το Σεφέρη και τον κύκλο του και αργότερα έλαβε 2 Κρατικά βραβεία για τις ποιητικές του συλλογές και τα Χάι Κάι και τα Τάνκα του.

Ο Σεφέρης, που είχε ταξιδέψει κάποτε μαζί του, γράφει πως «σημείωνε τα ποιήματά του πάνω σε άδεια κουτιά σιγαρέτων. Θυμάμαι την πρώτη φορά που μου έδειξε την καμπίνα του. Σε μια γωνιά ήταν στοιβαγμένα άπειρα αδειανά κουτιά σιγαρέτων. Ήταν τα χειρόγραφά του…»

Γράμμα της Αττικής Άνοιξης

Όταν ξεκινάμε βέβαιοι για την αποτυχία
συλλογιζόμαστε τι μας κάνει να πέφτουμε
κι ύστερα τι μας φέρνει ν’ ανθίζουμε αυτό το πέσιμο;
Πριν ξεκινήσουμε την τελευταία φορά, λέγαμε:
πως θα ξοδέψεις τέτοιο δρόμο μ’ ένα ρόδο στην καρδιά σου;
-έχοντας την αντοχή μόνο στη θύμηση περασμένων;-
Υπάρχει πάντα κάτι, λέω τώρα,
ύστερ’ από τόσες αποτυχίες
μια ανακωχή μ’ ανθισμένο χαμόγελο:
Το πρώτο χελιδόνι στον κάμπο που ακόμη δεν ξύπνησε,
-μια γλάστρα θυμάμαι που είδα εγώ πρώτος τον ανθό της·
φώναξα μεθυσμένος: το πρώτο ρόδο! και μέσα μου
γαλήνεψε όλ’η φουρτούνα…-
Έτσι σου συνεχίζουμε τώρα το γράμμα μας.
Δύσκολη και δίχως ελπίδα!- γι’ αυτό δοκιμάζω τη φωνή μου,
παρακάτω σου γράφω για τον πυρετό μας
που μετριέται σε περιπλάνηση
στο αττικό τοπίο που ξέρεις μ’ άλλα μάτια απ’ τα δικά μου.
Χτες το πρωί λοιπόν καθώς έφτανε η ώρα μας
σε βραδιασμένους πια στίχους να δοξάζουμε
τη διάθεση τούτη,
μουρμούριζα ευλογώντας την απόσταση
που μου παίρνει δίνοντάς μου τέτοιες ώρες…

Bali_temples1

Ἀπό τίς Ἰνδίες

Μὴ λογαριάζεις παραπάνω – μὴν ἀντιστέκεσαι
μέ τὴ θύμηση τῶν περασμένων·
κάλεσε μόνο, γιὰ τὸ δρόμο τῆς ψυχῆς σου
τὸ πρωινό, δεκάξη χρονῶ σὰν ἤσουν,
στὸ νησί σου, ἕνα καλοκαίρι…
Βρῆκες σ’ ἑνὸς παλιοῦ σκρίνιου τὸ συρτάρι
κιτρινισμένα χαρτιὰ καὶ δυὸ κανοκιάλια
– θυμήσου… Ἡ θάλασσα ὕστερα ποὺ κοίταξες
στάθηκε ὁ δρόμος γιὰ τὴν ἀπόφασή σου.

Κείνο το πρωινό στο νησί μας

Δεν το ξεχάσαμε, κι ειν’ αφορμή

Σ’ αυτό πάνω να ’μαστε το καράβι.

λιμάνι

Από τα Τάνκα, αρ. 30

«Θα πάθεις πάλι
με ποίηση παίζοντας˙
είν’ σαν φάρμακο:
πρέπει δόση να ξέρεις,
στη γιατρειά από φαρμάκι.»